Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῦ ταρβεῖν

См. также в других словарях:

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • ταρβώ — έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α (ποιητ. τ.) 1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω 2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι β) σέβομαι κάτι 3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν κατάσταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»